-
1 режим
1. тех. οι συνθήκες (λειτουργίας), το πρόγραμμα, η κατάστασηпереводить в - передачи рад. θέτω σε λειτουργία μετάδοσης- больших сигналов (рад.элн.) - μεγάλων σημάτωνпониженный рад. το πρόγραμμα λειτουργίας με μειωμένη ισχύ- μελέτης2. (распорядок жизни, труда и т.п.) το πρόγραμμα, η διάταξη, ο κανονισμός 3. (государственный строй) το καθεστώς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > режим
-
2 регулирование
η ρύθμιση, ο διακανονισμόςο έλεγχος, η τακτοποίηση- автоматическое - αυτόματη -дистанциюонное - εξ αποστάσεως, η τηλερύθμιση>ς του φορτίουшибернсюе - ο έλεγχος διά δικλείδος/διαφράγματοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > регулирование